- σκαστός
- [скастос] εκ. треснувший, лопнувший,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
σκαστός — ή, ό 1. ηχηρός: Της έδωσε ένα σκαστό φιλί. 2. αυτός που απουσιάζει αδικαιολόγητα από το σχολείο: Πάλι ο φίλος σου είναι σκαστός από το σχολείο σήμερα. 3. αυτός που φεύγει κρυφά από κάπου: Έγινε σκαστός από το σπίτι. 4. αυτός που καταβάλλεται… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκαστός — ή, ό, Ν (για πράγμ.) αυτός που σκάζει ή γίνεται με κρότο, ηχηρός (α. «σκαστή σβερκιά» β. «σκαστό φιλί») 2. (για πρόσ.) α) αυτός που φεύγει κρυφά β) αυτός που απουσιάζει αυθαίρετα ή αδικαιολόγητα 3. (για χρήματα) αυτός που πληρώνεται όλος μαζί,… … Dictionary of Greek